φωτιστικῶς

φωτιστικῶς
φωτιστικός
illuminating
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φωτιστικώς — φωτιστικῶς, ΝΜ, και φωτιστικά Ν βλ. φωτιστικός …   Dictionary of Greek

  • φωτιστικός — ή, ό / φωτιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωτίζω] αυτός που έχει την ιδιότητα να φωτίζει, να παρέχει φως νεοελλ. 1. αυτός που χρησιμοποιείται για την παροχή φωτός («φωτιστικό πετρέλαιο») 2. το ουδ. ως ουσ. το φωτιστικό κάθε αντικείμενο με πηγή φωτός, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”